- αμνηστία
- (Νομ.).Πράξη επιείκειας, με την οποία το κράτος παραιτείται από το δικαίωμά του να τιμωρήσει ορισμένα αδικήματα και ορίζει ότι δεν θα διώξει τους υπεύθυνους ή διακόπτει την εκτέλεση καταδίκης που έχει ήδη επιβληθεί με συγκεκριμένη δικαστική απόφαση. Η α. απονέμεται με γενική διάταξη σε όλους τους υπόδικους ή κατάδικους που βρίσκονται υπό ορισμένες προϋποθέσεις (σε ό,τι αφορά τα ποινικά τους προηγούμενα, τον χρόνο εκτέλεσης του αδικήματος κλπ.) και σε αυτό διαφέρει από τη χάρη, η οποία απονέμεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις και μόνο από τον αρχηγό του κράτους, με διάταγμα.
Στην Ελλάδα έχει γίνει δεκτό ότι o αμνηστευόμενος δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί την α., όπως άλλωστε και τη χάρη. Αλλού, όπως π.χ. στην Ιταλία, παραδέχονται ότι κατά κανόνα η α. δεν εφαρμόζεται εάν o αμνηστευόμενος δηλώσει ρητά ότι προτιμά να αντιμετωπίσει τη δικαστική κρίση.
* * *η (Α ἀμνηστία) [ἄμνηστος]λήθη, συγχώρηση αδικήματος που διαπράχθηκε κατά τής πολιτείαςαρχ.1. λήθη, λησμοσύνη2. φρ. «ἀμνηστίαν ἔχω τινός», ξεχνώ, λησμονώ.
Dictionary of Greek. 2013.